- γαλανόλευκος
- η , ο [ος , ον ] 1. голубовато-белый; белоголубой;2. (η ) греческий национальный флаг
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαλανόλευκος — η, ο 1. εκείνος που έχει χρώμα γαλανό και λευκό 2. το θηλ. ως ουσ. η ελληνική σημαία … Dictionary of Greek
γαλανόλευκος — η, ο 1. αυτός που έχει γαλανό και λευκό χρώμα. 2. το θηλ. ως ουσ., γαλανόλευκη η ελληνική σημαία: Στον ιστό κυμάτιζε η γαλανόλευκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Dean Bouzanis — Personal information Full name Dean Anthony Bouzanis … Wikipedia
κυανόλευκος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο χρώματα, κυανό και λευκό, γαλανόλευκος 2. το θηλ. ως ουσ. η κυανόλευκη η ελληνική σημαία, λόγω τών χρωμάτων της, κυανού και λευκού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δημ. Α. Μαυροκορδάτο] … Dictionary of Greek
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek